- αἰχμή
- αἰχμή, die eherne Lanzenspitze; übh. Spitze, des Rachens, die Zähne; dah. die Lanze selbst, der Pfeil; vom Szepter; Frauenherrschaft; Poseidons Dreizack; übertr. der Krieg
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αἰχμή — point of a spear fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιχμή — Το μυτερό πρόσθιο άκρο διαφόρων σύγχρονων εργαλείων ή όπλων (όπως το ξίφος και η ξιφολόγχη) καθώς και όπλων του παρελθόντος (όπως το βέλος, το δόρυ κ.ά.). Η α. είναι ένα από τα αρχαιότερα δημιουργήματα του ανθρώπου. Η επινόησή της χάνεται στα… … Dictionary of Greek
αιχμή — η 1. η μύτη, η άκρη κάθε οργάνου που πληγώνει, τρυπά (μαχαιριού, βελόνας, καρφιού κτλ.): Τον είχε πληγώσει η αιχμή του ξίφους. 2. το ανώτατο σημείο, το αποκορύφωμα: Πέσαμε στην αιχμή της κυκλοφορίας. 3. εχθρικός υπαινιγμός: Τα λόγια του ήταν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἰχμῇ — αἰχμάζω throw the spear fut ind mid 2nd sg (doric) αἰχμάζω throw the spear fut ind act 3rd sg (doric) αἰχμή point of a spear fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμῆι — αἰχμῇ , αἰχμάζω throw the spear fut ind mid 2nd sg (doric) αἰχμῇ , αἰχμάζω throw the spear fut ind act 3rd sg (doric) αἰχμῇ , αἰχμή point of a spear fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμαῖς — αἰχμή point of a spear fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμαῖσιν — αἰχμή point of a spear fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμαί — αἰχμή point of a spear fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμῇσι — αἰχμή point of a spear fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμῇσιν — αἰχμή point of a spear fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμήν — αἰχμή point of a spear fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)